στρηνιῶ

στρηνιῶ
στρηνιάω
run riot
pres imperat mp 2nd sg
στρηνιάω
run riot
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
στρηνιάω
run riot
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
στρηνιάω
run riot
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στρηνιώ — άω, Α 1. ζω ακόλαστα, ασωτεύω 2. υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρῆνος «αλαζονεία, ύβρις» + κατάλ. ιῶ, δηλωτική ασθενείας (πρβλ. ἀνιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • στρηνιάζω — Α στρηνιῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. στρηνιῶ + κατάλ. άζω] …   Dictionary of Greek

  • καταστρηνιώ — καταστρηνιῶ, άω (Α) φέρομαι υβριστικά, ακόλαστα σε κάποιον («ὅταν γὰρ [αἱ χῆραι] καταστρηνιάσωσι τοῡ Χριστοῡ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στρηνιῶ «ασωτεύω, ακολασταίνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”